Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Νίκος Ξυλούρης -σαν σήμερα πριν 29 χρόνια

Σ' άγγελους επαράγγειλα
την έννοια σου να έχουν
και μου 'παν πως οι άγγελοι
αγγέλους δεν προσέχουν

.: Η ζωή του Ψαρονίκου :.

Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο " Κάστρο". Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.'

"...Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες,σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ΄μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική".

Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι " Κρητικοπούλα μου"("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ΄ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον "Ερωτόκριτο". Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητικά καλύτερα γι΄ αυτόν.

Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή "Ανυφαντού", ένα τραγούδι που κυριολεκτικά "σπάει τα ταμεία" μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι" και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο "Κονάκι", μιλάει γι΄ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της "Ανυφαντούς", το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ΄ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη "έντεχνη" δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσω απ' αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.

Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο "Χρονικό", μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα "Ριζίτικα" της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ "Λήδρα" στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. "Πότε θα κάνει ξαστεριά", "Αγρίμια κι αγριμάκια μου". Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η "Ιθαγένεια" και ο "Στρατής ο θαλασσινός" αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο ("Διόνυσε καλοκαίρι μας", "Συλλογή"), τον Χριστόδουλο Χάλαρη ("Τροπικός της παρθένου", "Ακολουθία") και τον Χρήστο Λεοντή ("Καπνισμένο τσουκάλι"). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο "Αθήναιον" με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι "Το μεγάλο μας τσίρκο". Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. "Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο" ενημερώνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε "Κόκκινο πανι" της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη "Λύδρα" στην "Αρχόντισσα", μετά στην "Αποσπερίδα". Ξανά στη "Λήδρα", μετά στο "Κύτταρο" και στο "Θεμέλιο". Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα ηχογραφεί τα "Αντιπολεμικά" τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον "Αργαλειό", το "Φιλεντέμ", τον "Πραματευτή" αλλά και το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι "τραγούδια ζωής". Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.

Μαντινάδες

Τη μάνα μου την αγαπώ
γιατί πονεί για μένα
Μα όχι αγάπη μου
γλυκιά όσο αγαπώ εσένα

Μα εγώ μικρή μου σ' αγαπώ
μα συ δεν το κατέχεις
Να θελα να σου το πει κανείς
φίλο θελα τον έχεις

Επήρα πάλι το Μαριώ
πέντε - έξι χουβαρντάδες
και πάνε να γλεντήσουνε
στους κάτω Μαχαλάδες



Είπα σου μη μπερδεύεσαι
στης ζώνης μου τα κρούσα
γιατί θα σύρεις βάσανα
ως σαν την Αρετούσα

Χωρίς να κάνω έγκλημα
και δίχως να σου παίξω
έκλεισες σκύλα την καρδιά
και μ' αφησες απ' έξω

Ως έχει μια κουτσουρολιά
εφύσηξε ο νους της
και δεν ανεμαζώνεται
στο σπίτι του κυρού της



Ως έχει μια κουτσουρολιά
ξανοίγει να με κάψει
ουρανέ μην το δεχτείς
και γη μην το βαστάξεις

Ένας καλός παλιός ψαράς
με μάθε να ψαρεύω
και μου 'πε στα ρηχά νερά
ψαριά να μη γυρεύω

Σαν είναι ο κυνηγός καλός
τ' άρματα ήντα τα θέλει
αφού οι πιο πολλοί λαγοί
πιάνονται με το τέλι



Ανάθεμα τόνε το νιο
που θα παρακαλέσει
από δυο φορές προξενητή
στην κοπελιά να πέψει.

τρακόσες αγαπητικιές
να κάνει ο νιος το χρόνο,
και μια να κάνει η κοπελιά
είναι ντροπή στο κόσμο.

στον άντρα δεν είναι εντροπή
αν αγαπά και δέκα
ντροπή είναι όμως να αγαπά
δυο άντρες μια γυναίκα.



Γυναίκας μη θαρρεύεσαι
και λίγος είναι ο νους της
σαν τόνε δει τον όμορφο
ξελησμονά του αντρού της.

είναι γυναίκα που βαστά
παλικαριού ταμπιέτι
και κατά που 'ναι ο άνθρωπος
του κάνει το ραέτι.

πολλά λογιάζω να σου πω
μα σα σε δω τα χάνω
από την αγάπη την πολλή
άλλη κουβέντα πιάνω



Αναγυρίζω το στενό
και πάω από άλλο τόπο
να μη σε βάλω αγάπη μου
στις γλώσσες των ανθρώπων

Σα θες εσύ να σ' αγαπώ
κρυφά από τσι γειτόνους
βάλε μηλιά στην πόρτα σου
να χώνομαι τσι κλώνους

Στην γειτονιά που κάθεσαι
είναι οι όμορφες κοντά σου
μα συ 'σαι το χρυσό δεντρί
κι άλλες τα κλαδιά σου



Πρόβαλλε στο παράθυρο
να δω το πρόσωπο σου
να δροσερέψω να γενώ
σαν το βασιλικό σου

Αρισμαροβιτσόβεργα και
διαμαντένια πέτρα
πως να 'θελα ανταμώσουμε
το μάτι μου εξεπέτα

Πάλι καυγά εβάλανε
τα γιασεμιά κι οι κρίνοι
γιατί μυρίζουνε αυτά
και όμορφοι είναι εκείνοι



Είναι λουλούδια που περνούν
στην μυρωδιά τον Κρίνο
μα η ομορφιά του είναι αφορμή
και προτιμούν εκείνο

Πάντα καθίζω σα σε 'δω
για δε μπορώ να στέκω
φως μου το γιαντιλίκι σου
και πως να το παλέψω

Να σε φιλήσω θέλω εγώ
'πο κάτω στο πηγούνι
εκεί που παίζει και χτυπά
του τράγου το κουδούνι



Να πας να βρεις ένα παπά
μεγάλο ξομολόγο
και πες του πως μ' αρνήθηκες
χωρίς κανένα λόγο

Εκομποδέσαν οι κλωστές
μπερδέψανε στο χτένι
και αρρώστησε η Ανυφαντού
να λύνει και να δένει

Αρρώστησε η Ανυφαντού
και μπλιό της δεν ξυφαίνει
εκομποδέσαν οι κλωστές
και σπάσανε το χτένι




Το ξηροστεριανό νερό
λένε πως έχει αβδέλλες
μα 'κείνο το μαριόλυκο
βγάζει όμορφες κοπέλες

Για πες μου ποιός σου τα μπλέξε
τα φρύδια σου γαϊτάνι
να δώσω 'γω τα πλεχτικά
να τα 'χομε ομάδι

Η μάνα σου λέει το ναι
και ο αδερφός σου το όχι
τάξε πως θα μοιράσομε
στ' αγάκου το μετόχι




Εγώ 'μαι του μπαξέ πουλί
και σε εξοχές δεν κάνω
θέλω να χτίζω την φωλιά
στις ροδαρές απάνω

Η κάθε βιόλα στον μπαξέ
έχει την ομορφιά της
μα σαν την κόψεις χάνεται
κι αυτή κι η μυρωδιά της

Πάντοτε μια φτωχή καρδιά
την εχτυπούν οι πόνοι
στο μονοπάτι της ζωής
οπού βαδίζει μόνη




Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές
η μοίρα όταν τη φέρνει
γιατί πιστεύουνε καιρό
πως κάθε πόνος γιαίνει

Ζήσω πεθάνω στην ζωή
εσύ 'χεις την ευθύνη
γιατί χαρά δεν μου 'δωσες
που κάθε αγάπη δίνει

Λίγες ελπίδες μου έδωσες
και βάσανα μεγάλα
πες μου το πως δε μ' αγαπάς
κι ας υποφέρω κι αλλά




Διώχνει μακριά το στεναγμό
το βλέμμα το δικό σου
και ελπίδα δίνει στην καρδιά
κάθε χαμόγελο σου

Ζαμάνια το 'χα να σε δω
καιρούς να σ' ανταμώσω
κι αγρίεψες μου σα πούλι
και πως να σε μερώσω

Εμπήκα μέσα στο μπαξέ
μα δεν μπορώ να διαλέξω
την βιόλα την καλύτερη
να κόψω να μισέψω




πες μου ποιος σε πότιζε
τόσο καιρό που λείπω
γιατί και εγώ δεν πάτησα
ποτέ σε ξένο κήπο

Οψές στ' αγιάζι πότιζες
τις βιόλες του σοχόρου
ήσουνα και κουκουβιστή
θαρρείς πως δεν σε θώρου

Λεμονιά όντε θα δεις ντελικανή
χαρά την έχεις κόρη
σαν το κοπέλι απού θα βρει
την πουλιτσά στα όρη




Καλιά να σκοτωθεί κανείς
να πάρει μια τρομάρα
παρά να πάρει άσκημη
να 'χει η καρδιά του λαύρα

Απόψε μουσαφίρης σου
κι ο,τι κι αν θες με κάνε
μπεϊζαντές θα μου φανεί
αν θέσω 'γω και χάμε

Ανάθεμα σε κοπελιά
αν δεν σε μπαλοτάρω
να σε γεμίσω μπαλωθιές
κι ύστερα να σε πάρω




Ανάθεμα τη μάνα σου
και με την εδική μου
που κάμανε τη συντεκνιά
κι είσαι συναδερφή μου

Στο ρίζωμα του χαρακιού
κάνει ασκιανό να κάτσω
να θέσω ν' αποκοιμηθώ
τσ' αγάπης να ξεχάσω

Σ' αγάπησα μα ο,τι 'παθα
καλά καλά μου βγαίνει
κατέχω το πως η πληγή
τσ' αγάπης πως δεν γιαίνει




Σύννεφα πάρτε με μακριά
στης θάλασσας τα βάθη
και το δικό μου το χαμό
κανένας μην το μάθει

Σύννεφα φέρετε βροχή
κι αστροπελέκια νύχτα
και τα δικά μου δάκρυα
μέσα στην μπόρα πνίχτα

Ποτέ στη φιλενάδα σου
μην πεις το μυστικό σου
φίλη στη φίλη θα το πει
κι είναι κακό δικό σου




Μικρή μου η φιλενάδα σου
είναι πρωτύτερη σου
ζηλεύει κι αγαπά τόνε
η τον ντελικανή σου

Μια πέρδικα συχνοτσιμπά
τσι βιόλες του μπαξέ μου
στο πάτημα την έβλεπα
και έπαιξε κι έφυγε μου

Όποτα θέλω πέρδικα
μπορώ να σε σκοτώσω
μόνο σ' αφήνω και πετάς
ίσως και σε μερώσω




Ακ' κλούθα μου τσι πέρδικες
να μάθεις να ξαμώνεις
γιατί είσαι ακόμα ατζαμής
και πράμα δε σκοτώνεις

θα σου κλουθώ τσι πέρδικες
να κάθομαι από πέρα
για να μετρώ τσι μπαλωθιές
που παίζεις στον αέρα

Μα 'γω 'χω 'να καλό τσιφτέ
και ένα καλό κουλούκι
κι όταν θα βγω εις τσι πέρδικες
μου πέφτουνε μπουλούκι




Η κακομοίρα η μάνα μου
πάντα παράγγελνε μου
τση μαυρομάτας το στενό
μην το περνάς -ι-γιε μου

Ισόβια με δίκασαν
μα τι έχεις να κερδίσεις
ένα κορμί απ' τη ζωή
παντοτινά θα σβήσεις

Τι μ' ωφελεί αν σήμερα
εσύ έχεις μετανιώσει
αφού μου πήρες την καρδιά
του χάρου να την δώσεις




Όλα τα στοιχεία είναι από το πολύ όμορφο site http://www.mires.gr



.

7 σχόλια:

Sophia Kollia είπε...

Καλή βδομάδα.
Είχα την τιμή να τον δω από κοντά, στην παράσταση το μεγάλο μας τσίρκο.
Μου αρέσει πολύ η ποίηση που έχουν οι μαντινάδες. Θα τις μελετήσω όλες, σιγά σιγά...
καληνύχτα

Unknown είπε...

Φωτεινουλα μου φωτισες παλι με την ωραια σου αναρτηση την τοσο περιγραφικη για τον δικο μας ανθρωπο ,τον ανωγειανο αγγελο, τι μορφη ?? τι φωνη??? εμενα μ'αρεσει πολυ το αγριμια και αγριμακια μου. Φιλακια

Artanis είπε...

Yperoxh anarthsh Fwteinh mou...
Kalo sou vradi...

Φωτεινή S είπε...

@Σοφία,
βρε θηρίο, πού τον βρήκες; Σε τι ηλικία, αφού το μεγάλο μας τσίρκο ήταν το 1973;
Τυχερή πάντως. Εγώ την παράσταση αυτή από κασέτα την πρωτάκουσα.
Οι μαντινάδες είναι δίστιχα δεκαπεντασύλλαβα με συμπυκνωμένη μέσα τους όλη τη σοφία του λαού μας.
Καληνύχτα

Φωτεινή S είπε...

@Ελευθερία,
η ανάρτηση απλή αντιγραφή είναι από ένα ωραίο site και απλώς ήθελα να το κρατήσω κάπου να μου βρίσκεται.
Φιλάκια

Φωτεινή S είπε...

@Αratnis,
έχασες τα ελληνικά σου;

Αντιγραφή είναι η ανάρτηση, αλλά ήθελα να την έχω κι εγώ.
Καλημέρα σ'εσένα!

Διονύσης Μάνεσης είπε...

Φωτεινή, καλησπέρα,

Έλειπα. Στο αυτοκίνητο άκουγα το καπνισμένο τσουκάλι ( Στη Μονεμβασιά, στις γειτονιές του Ρίτσου, είναι πάντα επίκαιρο..) Η φωνή του Ξυλούρη ακόμα στ' αυτιά μου.
Είδα και τις προηγούμενες αναρτήσεις σου, είδα πόσο κοντά στα παιδάκια μας στέκεσαι...και συγκινήθηκα...
Καλό σου βράδυ, καλή βδομάδα.